- θερμοτακτισμός
- ο1. βιολ. η θερμοταξία2. βοτ. μετακίνηση ενός ολόκληρου φυτικού οργανισμού κάτω από την επίδραση τής θερμότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermotaxis (πρβλ. και θερμοταξία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.